πρωτιστος

πρωτιστος
    πρώτιστος
    3, редко 2
    [superl. к πρῶτος См. πρωτος] (тж. πολὺ π. Hom.) самый первый, первейший
    

κατὰ πρώτιστον ὀπωπήν HH. — с первого же взгляда


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πρωτιστος" в других словарях:

  • πρώτιστος — the very first masc nom sg πρώτιστος the very first masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… …   Dictionary of Greek

  • πρώτιστος — η, ο ο πρώτος πρώτος, ο πρώτος ανάμεσα στους πρώτους, ο σπουδαιότατος: Πρώτιστη ανάγκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρώτιστον — πρώτιστος the very first masc acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg πρώτιστος the very first masc/fem acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτίστων — πρώτιστος the very first fem gen pl πρώτιστος the very first masc/neut gen pl πρώτιστος the very first masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτίστοις — πρώτιστος the very first masc/neut dat pl πρώτιστος the very first masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτίστου — πρώτιστος the very first masc/neut gen sg πρώτιστος the very first masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτίστους — πρώτιστος the very first masc acc pl πρώτιστος the very first masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτίστῳ — πρώτιστος the very first masc/neut dat sg πρώτιστος the very first masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτιστα — πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρώτιστε — πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστος the very first masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»